- μαζοχισμός
- (masochism). Ψυχική ανωμαλία της ομάδας των διαστροφών, κατά την οποία αυτός που πάσχει, ικανοποιείται με το να υποφέρει. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του Αυστριακού συγγραφέα Λέοπολντ φον Ζάχερ-Μάζοχ (Leopold von Sacher Masoch, 1836-1895), ο οποίος στα περιβόητα γράμματα που απηύθυνε στη γυναίκα που αγαπούσε, ανέφερε τα πιο φρικτά βασανιστήρια για να προκαλέσει το ενδιαφέρον της.
Ο μ., αν και φαινομενικά διαφορετικός και από μια ορισμένη έννοια αντίθετος, έχει –σύμφωνα με την ψυχανάλυση– παρόμοια προέλευση με τον σαδισμό. Πράγματι, και οι δύο οφείλονται σε αναστολή της ωρίμανσης των ενστίκτων, η οποία παρατηρείται κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, λόγω επιβλαβών επιδράσεων του περιβάλλοντος (νευρώσεις ή ψυχώσεις αυτών που ανατρέφουν το παιδί) μαζί με κληρονομικούς παράγοντες. Ανάλογα με το αν η επιθετικότητα στρέφεται κυρίως εναντίον του εαυτού του ή εναντίον των άλλων, θα παρουσιαστεί η μία ή άλλη διαστροφή. Πράγματι αυτές οι δύο μορφές παρουσιάζονται πάντα μαζί, σε διαφορετική αναλογία, δικαιολογώντας έτσι την έκφραση σαδομαζοχιστικά συστατικά του χαρακτήρα.
Ο μ. μπορεί να εκδηλωθεί στον χώρο της σεξουαλικής συμπεριφοράς ή έξω από αυτήν (για παράδειγμα άτομα που θυσιάζονται για τους άλλους, παραιτούμενα από τις κοινές ικανοποιήσεις και υποφέροντας τα πάνδεινα). Ορισμένες μαζοχιστικές τάσεις μπορούν, κατά συνέπεια, να έχουν και θετικές πλευρές σε ένα κοινωνικό σύνολο, αρκεί να μην οδηγούν σε ανώμαλη συμπεριφορά. Αν και η μαζοχιστική συμπεριφορά αρχικά δεν είναι συνειδητή, γίνεται αντιληπτή από τον πάσχοντα, που προσπαθεί να τη δικαιολογήσει με αισθήματα αναξιότητας, αυτοοικτιρμού, απαισιοδοξίας, μοιρολατρίας και τάση προς ατυχήματα.
Στις βαριές παθολογικές περιπτώσεις, η μόνη αποτελεσματική θεραπεία του μ. είναι η ψυχοθεραπεία, η οποία είναι και πιο δύσκολη στον μ. απ’ ό,τι στον σαδισμό.
* * *ο1. γενετήσια διαστροφή, κατά την οποία το άτομο για να διεγερθεί σεξουαλικά πρέπει να νιώσει σωματικό πόνο και να υποστεί βίαιη μεταχείριση2. (κατ' επέκτ.) νοσηρή τάση τού ατόμου να ζητά ικανοποίηση στην οδύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. masoch-isme < Masoch, όν. Αυστριακού συγγραφέα που περιέγραψε τον παθολογικό ερωτισμό].
Dictionary of Greek. 2013.